http://www.misseyannis.gr/wp-content/uploads/2013/07/coffee-beans-2.jpg
'

Η ιστορια του καφε

coffee-history

Η ιστορία του καφέ στην Ελλάδα αρχίζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Ελλάδα, σαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δοκιμάζει τον καφέ πριν από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ιδιαίτερα οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης,  της Θεσσαλονίκης και γενικά της Βορείου Ελλάδος πρώτοι γνωρίζουν και συνηθίζουν τον καφέ μαζί με τους Τούρκους. Στην Θεσσαλονίκη του 17ου αιώνα σύμφωνα με τις πηγές, υπάρχουν περισσότερα από 300 καφενεία όπου συχνάζουν Έλληνες και Τούρκοι, ενώ μεγάλο αριθμό καφενείων συναντά κανείς και σε άλλες πόλεις, όπως τις Καβάλα, Δράμα κ.α.

Στην Αθήνα και τις πόλεις της Νοτίου Ελλάδος τα καφενεία εμφανίζονται αργότερα. Στην αρχή είναι μικρά και συχνάζουν σε αυτά μόνο Τούρκοι, σταδιακά όμως η πελατεία τους εμπλουτίζεται και με Έλληνες. Σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, από το 1760 η συνήθεια του καφέ μεταδίδεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα με αφετηρία πάντα την Κωνσταντινούπολη.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα καφενεία κάνουν και τη δουλειά του καφεκόπτη, δηλαδή προμηθεύονται πράσινο ακατέργαστο καφέ και αφού τον καβουρδίσουν, τον αλέθουν σε μικρούς χειροκίνητους μύλους. Το καβούρδισμα γίνεται μέσα σε ειδικά τηγάνια που είναι καλυμμένα με μεταλλικό καπάκι και έχουν χερούλι για το συνεχές ανακάτεμα του καφέ.. Μπορεί να γίνει επίσης με περιστροφικό ψήσιμο, σε κύλινδρο που λειτουργεί όπως ακριβώς ο οβελίας του Πάσχα. Το άλεσμα του καφέ γίνεται είτε με χειροκίνητους μύλους, είτε με τη μέθοδο του κοπανίσματος. Τα μεγάλα καφενεία μάλιστα έχουν έναν υπάλληλο που έχει σαν αποκλειστική του απασχόληση το κοπάνισμα του καφέ, εργασία που γίνεται στην είσοδο του καφενείου για την προσέλκυση της πελατείας.

Μέχρι το 1900 περίπου δεν υπάρχουν ειδικά καταστήματα για την πώληση του καφέ. Η εισαγωγή γίνεται από εισαγωγείς ειδών Γενικού Εμπορίου μαζί με την ζάχαρη, το κακάο, το τσάι και άλλα είδη διατροφής. Από τους εισαγωγείς ο καφές διοχετεύεται στην κατανάλωση μέσω των καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων, των γνωστών “μπακάλικων”. Οι νοικοκυρές αγοράζουν όπως και τα καφενεία τον καφέ σε πράσινη μορφή και τον επεξεργάζονται στο σπίτι, προσθέτοντας μάλιστα και λίγο σιτάρι , κριθάρι ή ρεβίθι για να διαρκέσει περισσότερο, αφού ο καφές είναι πολύ ακριβός για το μέσο εισόδημα της εποχής.

Τα πρώτα ειδικά καταστήματα για τον καφέ, τα λεγόμενα Καφεποιεία, που γρήγορα μετονομάζονται σε Καφεκοπτεία, εμφανίζονται στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα και ασχολούνται αποκλειστικά με την εισαγωγή, επεξεργασία και πώληση του καφέ έτοιμου για κατανάλωση. Από τα  πρώτα Καφεκοπτεία της  Αθήνας είναι ο “Οίκος Μπέλκα” στην Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου (σημερινή Πλατεία Κοτζιά) και το καφεκοπτείο Ανδρέα Ριζόπουλου στην ίδια περιοχή. Το 1914 ανοίγει το  καφεκοπτείο Μισεγιάννη – Μάστορη στην αρχή της οδού Σκουφά στο Κολωνάκι, ενώ το 1920 ανοίγει το πρώτο καφεκοπτείο Λουμίδη στον Πειραιά.

Την δεκαετία του 1920, το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη, μετά από παραγγελία του ξενοδοχείου “Μεγάλη Βρετανία” εισάγει στην ελληνική αγορά τον Γαλλικό Καφέ και στη  συνέχεια και όλα τα υπόλοιπα είδη καφέ που συνηθίζονται στην Ευρώπη. Στην δεκαετία του 30 ανοίγουν πολλά καφεκοπτεία, ενώ τον Δεκέμβριο του 1936 ιδρύεται ο Σύλλογος Καφεκοπτών Αθηνών, που το 1971 θα μετονομαστεί σε Πανελλήνιο Σύλλογο Καφεκοπτών.

Κατά την διάρκεια της κατοχής του 1940-44, λόγω έλλειψης του είδους, όσα Καφεκοπτεία κατορθώνουν να επιβιώσουν ασχολούνται με την επεξεργασία υποκατάστατων του καφέ ( ρεβίθι, κριθάρι, λούπινο) και παράλληλα με το εμπόριο διαφόρων ειδών, μη σχετικών με τον καφέ. Στην περίοδο 1945-55 η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και ο καφές μοιράζεται με δελτίο στις ευπαθείς ομάδες. Το Υπουργείο Εφοδιασμού αναθέτει σε κάθε καφεκόπτη να τροφοδοτεί συγκεκριμένο αριθμό δικαιούχων, ανάλογα με τις προ κατοχής καταναλώσεις τους.

Μετά την απελευθέρωση αρχίζει μια περίοδος σκληρών κυβερνητικών παρεμβάσεων στην τιμή του καφέ, για συναλλαγματικούς λόγους, που έχει σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του προσφερόμενου ελληνικού καφέ και τη στροφή του καταναλωτή προς τον νεοεμφανισθέντα, και χωρίς κανένα έλεγχο τιμής στιγμιαίο καφέ. Καφενεία, Κυλικεία, Καφετέριες, καταστήματα Τροφίμων παραμερίζουν τον ελληνικό καφέ – που σιγά-σιγά περιθωριοποιείται – και προωθούν τον στιγμιαίο γιατί τους προσφέρει μεγαλύτερο κέρδος. Η δημιουργία μεγάλων εταιριών τυποποίησης του ελληνικού καφέ και η κατά συνέπεια εισαγωγή του στα σούπερ μάρκετ δεν βοηθάει την κατάσταση, πάρα το εμπορικό τρικ της μετονομασίας του από “τούρκικο” σε “ελληνικό” σε μια εποχή που οι σχέσεις μας με τους εξ ανατολών γείτονες δεν ήταν καλές.  Μόλις την δεκαετία του 80 αρχίζει η ομαλοποίηση της Αγοράς και επιστροφή στις καλές ποιότητες καφέ, αλλά η μεγάλη ζημιά έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα δε στην νεολαία που έχει πια συνηθίσει τον στιγμιαίο καφέ, ένα προϊόν φυσικοχημικής επεξεργασίας, γνωστό ότι βλάπτει την υγεία του ανθρώπου (καρδιά, νεύρα, στομάχι).

Σε αυτό το περιβάλλον οι παραδοσιακοί Καφεκόπτες βρίσκονται ανάμεσα σε δυο πυρά. Από την μια η τιμή του ωμού καφέ, της πρώτης ύλης τους δηλαδή, υφίσταται μεγάλες αυξήσεις σαν αποτέλεσμα παιχνιδιών κερδοσκοπίας στα διεθνή χρηματιστήρια – πρόκειται για το δεύτερο χρηματιστηριακό καταναλωτικό προϊόν παγκοσμίως μετά το πετρέλαιο- και από την άλλη η τιμή πώλησης παραμένει καθηλωμένη λόγω διατίμησης. Φθάνουν λοιπόν πολλές φορές στο σημείο να πωλούν με ζημιά.  Αυτό οδηγεί το 1983 τον Πανελλήνιο Σύλλογο Καφεκοπτών (με πρόεδρο τον Γιάννη Μαρίνο και Γεν. Γραμματέα τον Μιχάλη Μισεγιάννη) να κηρύξει απεργία στον κλάδο και για πρώτη φορά στην Ελλάδα εμπορικά μαγαζιά παραμένουν κλειστά για αρκετές εβδομάδες. Τελικά το κράτος αναλαμβάνει την εισαγωγή του καφέ μέσω της εταιρίας ΠΡΟΜΕΤ ελέγχοντας έτσι την τιμή του ωμού καφέ, η ποιότητα και η ποικιλία του όμως παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα μέχρι τα τέλη του 80 οπότε δημιουργούνται οι κατά τόπους Συνεταιρισμοί Καφεκοπτών , υπό την αιγίδα της ΠΕΣ ΚΑΦΕ που καταφέρνουν να εισάγουν τις ποικιλίες που οι καφεκόπτες και κατ επέκταση οι καταναλωτές επιθυμούν.

Την δεκαετία του 1990 με την απελευθέρωση της αγοράς πολλές νέες επιχειρήσεις – ελληνικές και ξένες ή πολυεθνικές – δραστηριοποιούνται  στον χώρο. Στον διεθνή χώρο οι εξελίξεις στον κλάδο είναι ραγδαίες. Στην Αμερική αρχίσουν να εξαπλώνονται τα εσπρέσσο μπαρ εκτοπίζοντας τον παραδοσιακό αμερικάνικο καφέ φίλτρου, ο οποίος για να αμυνθεί μεταλλάσσεται σε ρόφημα με διάφορα αρώματα (βανίλια, σοκολάτα, καραμέλα κλπ). Οι ανακατατάξεις αυτές δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την ελληνική αγορά. Ήδη από το 80 το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη φτιάχνει ειδικά χαρμάνια εσπρέσσο για τις καφετέριες και τα κυλικεία της περιοχής του Κολωνακίου ενώ το 1990 ο Μιχ. Μισεγιάννης πρωτοεισάγει αρωματισμένο καφέ από την Νέα Υόρκη. Όμως τα καφεκοπτεία γενικά χάνουν έδαφος.   Η επικράτηση του Εσπρέσσο αρχικά στους χώρους εστίασης (καφετέριες, εστιατόρια, μπαρ, κυλικεία)  προσφέρει ουσιαστικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις εισαγωγικές εταιρίες Ιταλικού καφέ σε σχέση με τα παραδοσιακά Καφεκοπτεία : η μητρική εταιρεία μπορεί -λόγω μεγέθους- να προσφέρει την τεχνική υποστήριξη (μηχανές, φλιτζάνια και λοιπά παρελκόμενα καθώς και άμεσο σέρβις) τα κόστος της οποίας όμως ενσωματώνεται ουσιαστικά στο κόστος του προϊόντος και μετακαλείται στην τιμή του σερβιριζόμενου καφέ. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί μια γενιά “καλομαθημένων” ιδιοκτητών χώρων εστίασης που δεν επενδύουν, αλλάζουν προμηθευτή κάθε τόσο εκμεταλλευόμενη τον έντονο ανταγωνισμό, αφήνουν χρέη και σερβίρουν καφέ σε εξωφρενικές τιμές. Είναι όμως η εποχή των παχιών αγελάδων και οι καταναλωτές, όσο κι αν γκρινιάζουν, εξακολουθούν να γεμίζουν τις καφετέριες.
Την ίδια δεκαετία δημιουργούνται και οι πρώτες αλυσίδες καφεκοπτείων, με ένα κεντρικό εργοστάσιο και πολλά, ομοιόμορφα σημεία πώλησης, είτε ιδιόκτητα, είτε με τη μέθοδο του franchise. Κεντρική ιδέα αυτών των επιχειρήσεων είναι ο καφές ως υπηρεσία και όχι τόσο ως προϊόν και βασικά τους πλεονεκτήματα απέναντι στα παραδοσιακά Καφεκοπτεία, οι οικονομίες κλίμακας που πετυχαίνουν, η ομαδική διαφήμιση που δημιουργεί στο κοινό μια αίσθηση υψηλής ποιότητας και δικαιολογεί τις κατά τα άλλα αδικαιολόγητα υψηλές τιμές, όσο και το γεγονός ότι οι συμβάσεις με τους franchisees είναι ολίγον αποικιοκρατικές, η μητρική εταιρεία πάντα κερδίζει.
Παράλληλα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 80 τα σημεία πώλησης του Ελληνικού κυρίως καφέ πολλαπλασιάζονται με ταχείς ρυθμούς. Σε κάθε φούρνο, μίνι μάρκετ, οπωροπωλείο κλπ εμφανίζονται μύλοι του Ελληνικού καφέ, ενώ στα σουπερμάρκετ δημιουργούνται τα shops in shop. Τα συγκεκριμένα μαγαζιά απαιτούν να αγοράζουν σε πολύ χαμηλές τιμές για να είναι ανταγωνιστικά. Έτσι δημιουργείται μια ομάδα επιχειρηματιών του κλάδου που έχει ο καθένας από ένα εργαστήριο, ψήνει και με ένα βανάκι μοιράζει μύλους και καφέ μέτριας ως κακής ποιότητας σε πολύ χαμηλή τιμή, συμβάλλοντας στην περαιτέρω δυσφήμιση του Ελληνικού καφέ..

Την δεκαετία του 2000 τέλος έχουμε την επέλαση του εσπρέσσο στα νοικοκυριά. Όλοι τον πίνουν έξω, γιατί να μην τον φτιάχνουν και στο σπίτι; Αυτό το εκμεταλλεύονται πάλι οι πολυεθνικές -σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα- και εισάγουν τις μηχανές που χρησιμοποιούν ατομικές μερίδες. Στην αρχή υπάρχει συμβατότητα μεταξύ τους, τελικά όμως κάθε εταιρία πλασάρει την δική της μηχανή που δέχεται αποκλειστικά τις δικές της κάψουλες και μαντρώνει την πελατεία της. Τι μπορούν να κάνουν τα Καφεκοπτεία σε αυτήν την περίπτωση; Μόνο να συμμαχήσουν με τον “εχθρό” , αν και πολλές φορές αυτός πρώτα τους χρησιμοποιεί ως σημείο πώλησης και μετά, με την πελατεία δεδομένη,  ανοίγει αποκλειστική μπουτίκ σε απόσταση 20 μέτρων από αυτούς.

Μέσα σε αυτήν την κοσμογονία , λίγα παραδοσιακά Καφεκοπτεία αντέχουν, όπως για παράδειγμα το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη που παραμένει σταθερό στην μορφή του και στην σχέση του με την πελατεία του: μια καθαρά οικογενειακή επιχείρηση που έχει περάσει πια στην τρίτη γενιά, με τον Γιώργο Μισεγιάννη, γιό του Μιχάλη και εγγονό του συνονόματού του ιδρυτή  ένα κατάστημα με τρείς εργαζόμενους που γνωρίζουν προσωπικά όλους τους πελάτες, χωρίς υποκαταστήματα, εργοστάσια και πρατήρια  Aς μην ξεχνάμε άλλωστε ότι  ένα  Καφεκοπτείο με την παραδοσιακή έννοια του όρου, είναι ένα κατάστημα όπου ο καφές χαρμανιάζεται, καβουρδίζεται, κόβεται και πωλείται στον ίδιο χώρο, από τους ίδιους ανθρώπους.

–    Ο καφές – ποικιλία Αράμπικα- ανακαλύφθηκε στα υψίπεδα της Αιθιοπίας και της Υεμένης τον 6ο αιώνα μ.Χ. Μέχρι και τον 16ο αιώνα καλλιεργούταν αποκλειστικά σε αυτές τις δύο χώρες.

 

–    Το 1600 ένας  Ινδός Μουσουλμάνος ονόματι Μπάμπα Μπουντάν μετέφερε παράνομα σπόρους καφέ στην επαρχία της Μυσόρης στην Ινδία, όπου και αρχίζει συστηματική καλλιέργεια.

–    Μεταξύ 1620 και 1660 οι Ολλανδοί μετέφεραν σπόρους από την Ινδία και έστησαν φυτείες στις αποικίες τους στην  Ιάβα και την Κεϋλάνη.

–    Γύρω στο 1700, ο καφές εισήχθη στην αυλή του Λουδοβίκου του 14ου από τον Τούρκο πρέσβη Σουλεϊμάν Αγά. Το 1720 ένας αυλικός ονόματι Ματιέ ντε Κλιέ μετέφερε -μάλλον παράνομα- σπόρους στην αποικία της Μαρτινίκας όπου επίσης στήνεται σημαντική φυτεία. Ακολουθούν και άλλες αποικίες της Καραϊβικής  -μεταξύ των οποίων και η Γαλλική Γουιάνα- αλλά και η Ρεϋνιόν στον Ινδικό Ωκεανό.

–    Το 1727 ένας Βραζιλιάνος αντισυνταγματάρχης γοητεύει την γυναίκα του κυβερνήτη της Γαλλικής Γουιάνας και καταφέρνει να της αποσπάσει φυτά καφέ που μεταφυτεύει στην πατρίδα του. Μέσα στον επόμενο αιώνα η Βραζιλία γεμίζει φυτείες και μετά από την καταστροφή των φυτειών σε Ινδία, Κεϋλάνη και Ινδονησία το 1860 από μικρόβιο γίνεται η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος στην παγκόσμια παραγωγή.

–    Μεταξύ 1890 και 1930 επιχειρείται η διείσδυση του καφέ στην Δυτική Αφρική όπου και ανακαλύπτεται η αυτοφυής ποικιλία Ρομπούστα στις Δυτικές ακτές του Ζαΐρ.

–    Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα η καλλιέργεια του Αράμπικα εξαπλώνεται στην Λατινική Αμερική, από το Μεξικό και την Γουατεμάλα ως την Κολομβία και το Περού.

–    Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η Ρομπούστα εξαπλώνεται σε Δυτική και Νότια Αφρική και αναβιώνει τις φυτείες σε Ινδία, Ινδονησία και Ινδοκίνα.

Facebook Likes

Ωραριο Λειτουργιας

Δευτέρα:    08:00 – 15:00
Τρίτη:    08:00 – 20:30
Τεταρτη:    08:00 – 15:00
Πέμπτη:    08:00 – 20:30
Παρασκευή:    08:00 – 20:30
Σάββατο:    08:30 – 16:00